Είναι 1949. Ο Γιάννης Αρχοντής, γιος αντάρτη, ζει σ’ ένα χωριό της Θάσου. Η μητέρα του έχει πεθάνει λίγες μέρες μετά τον τοκετό. Ο πατέρας του είναι στο βουνό. Συγχωριανοί πείθουν τη γιαγιά του, τη Βενετιά –«μάνα» τη λέει ο Γιάννης, που μάνα δεν έχει γνωρίσει–, ότι ο γιος της έχει σκοτωθεί από τους Μάυδες (Μονάδες Ασφάλειας Υπαίθρου, ένοπλη παρακρατική οργάνωση) και την προτρέπουν να παραδώσει τον εγγονό της στις Παιδοπόλεις που μόλις έχει ιδρύσει η Φρειδερίκη. «Δώσ’ τον στη βασίλισσα να γίνει άνθρωπος», της λένε, και εκείνη, ελπίζοντας να του εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή, να τον γλιτώσει από τη φτώχεια και την πείνα, το αποφασίζει: «Το Γιαννούδι μου πρέπει να πάει στα γράμματα».
Κάπως έτσι ο μικρός βρίσκεται σε ένα από αυτά τα περίκλειστα ιδρύματα, κέντρα πλύσης εγκεφάλου, αντικομμουνιστικής και φιλοβασιλικής προπαγάνδας. Εκεί, σε συνθήκες που συχνά θυμίζουν φυλακή –με αυστηρούς, συχνά απάνθρωπους κανονισμούς, σωματικές τιμωρίες, κατήχηση και ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο– θα περάσει έξι χρόνια. Θα ακούει καθημερινά για «τη φιλευσπλαχνία της μεγάλης μας μητέρας, της βασίλισσας» και τα κατορθώματα «του ηρωικού εθνικού στρατού μας και των συμμάχων μας», θα μάθει ότι οι αντάρτες είναι «εγκληματίες, συμμορίτες, κατσαπλιάδες, εχθροί», θα διδαχθεί να τους μισεί, και θα δει πολλά παιδιά να δίνονται για υιοθεσία στις ΗΠΑ, χωρίς τη συναίνεση των συγγενών τους, ακόμα και με ψευδή χαρτιά.
Ως ενήλικος πλέον, θα προσπαθήσει να περιγράψει τα βιώματά του –που έχουν αφήσει βαθιά χαρακιά μέσα του– και να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του γράφοντας δύο βιβλία, «Θολός βυθός» και «Διπλωμένα φτερά». Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του συγγραφέα Γιάννη Ατζακά που έγινε πρώτη ύλη για τη συγκλονιστική ταινία «Θολός βυθός», που μόλις βγήκε στις αίθουσες, σε σκηνοθεσία Ελένης Αλεξανδράκη. Η ίδια συνυπογράφει και το σενάριο, μαζί με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη, ενώ στο πολυπρόσωπο καστ συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, οι Κάτια Γκουλιώνη, Εύη Σαουλίδου, Μανώλης Μαυροματάκης, Σίμος Κακάλας, Ακύλλας Καραζήσης, Θέμης Πάνου, Μαρία Καλλιμάνη και Στέλιος Μάινας.
Ηταν 2009 όταν η Ελένη Αλεξανδράκη βρέθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Ατζακά. «Ηξερα ελάχιστα για τις Παιδοπόλεις, αλλά ακούγοντας τους ομιλητές συνειδητοποίησα πόσο σημαντικές –και ακανθώδεις– είναι αυτές οι σελίδες της νεότερης ιστορίας μας· από τη μια η προστασία των παιδιών, που πράγματι εκεί είχαν τουλάχιστον ένα πιάτο φαΐ, κι από την άλλη η εκμετάλλευσή τους στο πλαίσιο της “εθνικής αναμόρφωσης” και της σφυρηλάτησης του αντικομμουνιστικού φρονήματος – δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τόσο πολύ μπήκα μέσα στο θέμα, κυριολεκτικά με συντάραξε· δεν μπορούσα παρά να θελήσω να το μεταφέρω στη μεγάλη οθόνη· με διάλεξε, λοιπόν, δεν το διάλεξα εγώ», λέει η ίδια. Κι από τότε πέρασαν δεκαέξι χρόνια. «Ηταν πολύ δύσκολο να βρεθούν τα χρήματα για την παραγωγή. Ταυτόχρονα δούλευα σε άλλα πρότζεκτ, όμως ο “Θολός βυθός” ήταν πάντα στο μυαλό μου. Αλλά τελικά μου έκανε καλό αυτή η καθυστέρηση: ωρίμασε μέσα μου η ταινία και συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να γίνει με έναν πιο αφαιρετικό τρόπο, ο οποίος νομίζω ότι λειτουργεί προς όφελός της».
Πενήντα παιδιά συμμετείχαν στα γυρίσματα του φιλμ. Ο τρόπος που ανταποκρίθηκαν –τα ίδια όπως και οι γονείς τους– εξέπληξε ευχάριστα τη σκηνοθέτιδα του «Θολού βυθού». «Οταν φέρεσαι με σεβασμό και εμπιστοσύνη στα παιδιά, όταν τους εξηγείς τα πάντα με ειλικρίνεια και αμεσότητα, η αφοσίωση που δείχνουν είναι κάτι μαγικό», συνεχίζει η κ. Αλεξανδράκη.
Τι προσδοκά η ίδια να «ενεργοποιήσει» η ταινία στους θεατές της; «Να μάθουν κάτι που δεν ήξεραν. Και αν το ξέρουν, να δουν ότι αποδόθηκε με ουσιαστικό τρόπο· δεν λέω “αντικειμενικό”, γιατί δεν κάνουμε ντοκιμαντέρ. Και πάνω απ’ όλα θα ήθελα να αγαπήσουν τον ήρωα, τον Γιάννη, και να συναισθανθούν τον πόνο του».
H «Αγία Ειρήνη»
Στις 5 Ιουλίου 1947, δύο χρόνια μετά την ενθρόνιση του βασιλιά Παύλου, με ραδιοφωνικό της μήνυμα, η Φρειδερίκη κάλεσε τους Ελληνες «εις συναγερμόν αλληλοβοήθειας». Πέντε μέρες αργότερα, με βασιλικό διάταγμα ιδρύθηκε η επιτροπή εράνου «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος», με σκοπό να προσφέρει στα ορφανά παιδιά προστασία, τροφή, ιατρική περίθαλψη και εκπαίδευση. Κυρίως, όμως, να αποτρέψει «την απαγωγή πέρα από τα σύνορα και τη διαπαιδαγώγησή τους από εχθρούς της πατρίδας». Στις 30 Ιουλίου 1947 άρχισε να λειτουργεί η «Αγία Ειρήνη», η πρώτη Παιδόπολη, στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, όπου μεταφέρθηκαν 500 παιδιά από όλη τη Μακεδονία. Ακολούθησαν άλλες 52, στην ηπειρωτική και στη νησιωτική χώρα, που φιλοξένησαν τουλάχιστον 30.000 παιδιά· τα περισσότερα, όπως ο Γιάννης, έμελλε να ενηλικιωθούν και να ζήσουν με μια πληγή χαίνουσα. Επιστροφή στην ταινία: η γιαγιά του Γιάννη πέθανε το 1968. Πρόλαβε να τον δει να παίρνει πτυχίο πανεπιστημίου.