Το «δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού». Η φράση που αποδίδεται στον κωμικό ποιητή Μένανδρο περιγράφει ακριβώς το μοτίβο κακής νομοθέτησης του ελληνικού κράτους στα πολεοδομικά ζητήματα.
Αυτή η κακή νομοθέτηση, σε συνδυασμό με τις μάλλον συνηθισμένες παραλείψεις του Δημοσίου, οδήγησε στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έπειτα από 18 χρόνια δικαστικών «μαχών» υποχρεώνει το κράτος να καταβάλει στην οικογένεια Φιξ περίπου 6,5 εκατ. ευρώ αποζημίωση για απαλλοτρίωση μεγάλης έκτασης που ανήκε στην οικογένεια στην περιοχή «Αλυσίδα», στο τέρμα της οδού Πατησίων.
Πρόκειται για την πρώτη απόφαση που επιλύει το ζήτημα της παράλειψης του κράτους να εκδώσει ΚΥΑ που θα περιελάμβανε συμπληρωματικούς κανόνες για την εξαγορά και τον υπολογισμό της αποζημίωσης όσων είχαν στα χέρια τους ανεκμετάλλευτους τίτλους μεταφοράς συντελεστή δόμησης (ΜΣΔ).
Η απόφαση αφορούσε μία από τις εκατοντάδες αγωγές που έχουν κατατεθεί τα προηγούμενα χρόνια, υποχρεώνοντας το Δημόσιο να αποζημιώσει κατόχους τίτλων ΜΣΔ που έμειναν στο «συρτάρι» για περίπου μια 20ετία, αφού η πολιτεία θέσπιζε συνεχώς νόμους, οι οποίοι κρίνονταν αργότερα αντισυνταγματικοί από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Μάλιστα, ειδικά για το σκέλος που αφορά τη μη έκδοση ΚΥΑ, έχουν εκδοθεί από τα διοικητικά δικαστήρια σε πρώτο και δεύτερο βαθμό περίπου 40 αποφάσεις, ενώ συνολικά για το ζήτημα της μεταφοράς συντελεστή δόμησης το Δημόσιο έχει ήδη κληθεί να καταβάλει υψηλότατες αποζημιώσεις.
Το χρονικό
Στο μικροσκόπιο του ΣτΕ μπήκε η πολύπαθη μεταφορά συντελεστή δόμησης, νόμος που ψηφίστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας το 1979. Οι σύμβουλοι Επικρατείας είχαν εντοπίσει από την αρχή προβληματικά σημεία στον νόμο 88/1979 και όταν 11 χρόνια αργότερα σχεδιάστηκαν ζώνες υποδοχής για τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης, απέρριψαν το σχετικό διάταγμα ως παράνομο.
Το 1994 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου κρίνει αντισυνταγματικό το σχετικό νομοθέτημα, με την πολιτεία να καλείται να συντάξει νέο σχέδιο νόμου. Πράγματι, το 1995 ψηφίζεται ο νόμος 2330 και με την πρώτη προσφυγή καταπίπτει. Το αρμόδιο Ε΄ τμήμα κρίνει ότι ούτε ο νέος νόμος συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις, ενώ η Ολομέλεια καταλήγει ομόφωνα στο ίδιο συμπέρασμα περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων.
Ακολούθησε τρίτος νόμος, ο 3044/2002, όπου επανέφερε τον θεσμό της ΜΣΔ, με την εισηγητική έκθεση να αναφέρει ότι θα αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος και θα ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις του ΣτΕ. Βέβαια, οι μετέπειτα αποφάσεις 2366-67/2007 της Ολομέλειας οδήγησαν και πάλι τον θεσμό σε αδιέξοδο. Το «κλειδί» ήταν για ακόμη μια φορά η προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος και ο πολεοδομικός σχεδιασμός.
«Στις απαλλοτριώσεις προβλεπόταν ο θεσμός της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης, δηλαδή μπορούσες να χτίσεις κάπου αλλού που εσύ επιθυμούσες. Αυτό είχε κριθεί αντισυνταγματικό από το ΣτΕ, που έδειχνε την τάση του δικαστηρίου της εποχής εκείνης ότι πρέπει να γίνονται όλα με πολεοδομικό σχεδιασμό. Η θέσπιση και η διαφοροποίηση των όρων δόμησης και χρήσης των ακινήτων δεν επιτρέπεται να γίνεται περιστασιακά, σε συγκεκριμένα “ωφελούμενα” ακίνητα, αλλά επιβάλλεται να εντάσσεται στον πολεοδομικό σχεδιασμό, να υπηρετεί τους στόχους του και να εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του. Δεν μπορεί αυθαίρετα να αυξάνεται η δόμηση σε μια περιοχή, αυτό είναι αντίθετο στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Αυτό συνέβη και με την υπόθεση του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού», αναφέρει στην «Κ» αρμόδια πηγή από τον χώρο της διοικητικής Δικαιοσύνης.
Το κράτος θα καταβάλει περίπου 6,5 εκατ. ευρώ στην οικογένεια Φιξ, ενώ έχει ήδη κληθεί να πληρώσει υψηλές αποζημιώσεις για το ζήτημα της μεταφοράς συντελεστή δόμησης.
Στην επίμαχη περίπτωση της οικογενείας Φιξ, που βρίσκεται ανάμεσα σε δεκάδες άλλες αντίστοιχες υποθέσεις, όταν θεωρήθηκαν άκυρες όλες οι μεταφορές συντελεστή δόμησης, ο νομοθέτης έδωσε τη δυνατότητα είτε να δοθούν στον ιδιοκτήτη πίσω τα τετραγωνικά που απαλλοτριώθηκαν στο ίδιο σημείο ή να αποζημιωθεί. Ωστόσο, ο νόμος προέβλεπε ότι οι λεπτομέρειες θα καθορίζονταν σε μια κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ), η οποία δεν εκδόθηκε ποτέ. Η προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια ήταν μονόδρομος για όσους είχαν ζημιωθεί από την παράλειψη του ελληνικού Δημοσίου.
Τον Ιούλιο του 1999 με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων αποφασίστηκε η τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης των Αθηνών (περιοχή 95, «Αλυσίδα»), μεταξύ των οδών Δεκελείας, Τίρυνθος, Πανδίωνος και του ρέματος Ποδονίφτη, με χαρακτηρισμό τμημάτων δύο οικοδομικών τετραγώνων ως κοινοχρήστων χώρων πρασίνου.
Ομως, αντί χρηματικής αποζημίωσης εκδόθηκε απόφαση του υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων για μεταφορά συντελεστή δόμησης του ακινήτου άνευ κτισμάτων, που ανήκε στην οικογένεια Φιξ, το οποίο χαρακτηρίσθηκε με την ίδια απόφαση «ως πολεοδομικώς ενδιαφέρον σημείο της πόλης, βάσει πολεοδομικών και περιβαλλοντικών κριτηρίων, για την εξυπηρέτηση των αναγκών συγκοινωνίας και αναψυχής των κατοίκων».
Το 2004 με απόφαση της διευθύντριας της Διεύθυνσης Οικοδομικών και Κτιριοδομικών Κανονισμών της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του ΥΠΕΧΩΔΕ, διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη ακυρότητα των ονομαστικών τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης, για τον λόγο ότι αφορούσαν ακίνητα που δεν ήταν δυνατό να θεωρηθούν βαρυνόμενα κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του ίδιου νόμου (ν. 3044/2002) και δεν είχαν πραγματοποιηθεί έως την έναρξη αυτού.
Η οικογένεια καταθέτει τα Χριστούγεννα του 2007 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 8.474.228 ευρώ για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, εφαρμογή από τη διοίκηση των αντισυνταγματικών νόμων 880/1979, 2300/1995 και 3044/2002 περί Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης, αλλά και την παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να προβούν στην έκδοση της προβλεπόμενης κοινής υπουργικής απόφασης προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμά τους να ζητήσουν είτε την επιστροφή του συντελεστή δόμησης στο ακίνητό τους είτε την εξαγορά των αυτοδικαίως άκυρων τίτλων τους.
Με την ίδια αγωγή αιτήθηκαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει συνολικά το ποσό των 480.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν «από την παράνομη απώλεια της περιουσίας τους επί δεκαπενταετίας». Προς επίρρωση των ισχυρισμών τους προσκόμισαν τεχνική έκθεση του 2007 κατά την οποία η μεν εμπορική αξία της συνολικά επιτρεπόμενης δομήσιμης επιφάνειας ανέρχεται σε ποσό από 10.830.348 ευρώ έως 11.732.877 ευρώ (τιμή από 2.400 έως 2.600 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο), η δε αντικειμενική της αξία υπολογίζεται προς 1.400 ανά τ.μ. (τιμή ζώνης).
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι τα όργανα του ελληνικού Δημοσίου παρανόμως παρέλειψαν να εκδώσουν την προβλεπόμενη ΚΥΑ για τον καθορισμό της διαδικασίας εξαγοράς των ακυρωθέντων τίτλων και ότι από την παράνομη αυτή παράλειψη οι προσφεύγοντες δικαιούνται αποζημίωση ισόποση με την αντικειμενική αξία των τετραγωνικών μέτρων που αφορούν οι ακυρωθέντες ένδικοι τίτλοι.
Με τα δεδομένα αυτά, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η ζημία των μελών της οικογενείας που προσέφυγαν ανερχόταν σε 6.318.702 ευρώ. Οι δικαστές αναγνώρισαν στα μέλη της οικογενείας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία ανερχόταν συνολικά σε 35.000 για τους προσφεύγοντες.
Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση από το ελληνικό Δημόσιο ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε πως γεννάται υποχρέωση του ελληνικού Δημοσίου για καταβολή αποζημίωσης στους δικαιούχους τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης, συνιστάμενη είτε στην επαναφορά του συντελεστή δόμησης στο ακίνητο από το οποίο μεταφέρθηκε, εφόσον αυτό είναι εφικτό, είτε στην εξαγορά του τίτλου.
Η υπόθεση έφτασε στο Α΄ τμήμα του ΣτΕ το οποίο συντάχθηκε με το Εφετείο και το Πρωτοδικείο υπογραμμίζοντας πως «γεννάται αμέσως και ευθέως υποχρέωση του ελληνικού Δημοσίου για την, μεταξύ άλλων, εξαγορά από τους δικαιούχους των τίτλων μεταφοράς συντελεστή δόμησης που κατείχαν και κατέστησαν αυτοδικαίως άκυροι, η υποχρέωση δε αυτή του Δημοσίου υφίσταται ανεξάρτητα από την έκδοση της ως άνω κοινής υπουργικής απόφασης, αφού η παράλειψη έκδοσης από τον κανονιστικό νομοθέτη των συμπληρωματικών κανόνων περί της διαδικασίας εξαγοράς και του τρόπου υπολογισμού της υπόψη αποζημίωσης, προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, καθιστώντας στην ουσία κενή περιεχομένου τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος».