Είναι κάτοικοι του Λος Αντζελες οι οποίοι τις τελευταίες μέρες έζησαν μαζί με τις οικογένειές τους τις καταστροφικές πυρκαγιές. Τρεις Ελληνες από τον χώρο των τεχνών μιλούν στην «Κ» και μοιράζονται τους συλλογισμούς, τα συναισθήματα, το απόσταγμα της εμπειρίας της τελευταίας δραματικής εβδομάδας. Ο Ανδρέας Λάσκαρης περιγράφει πώς οι φλόγες πέρασαν ξυστά από το σπίτι του, πώς έζησε τις στιγμές της εκκένωσης με τον εννιάχρονο γιο του και πώς η καταστροφή επηρεάζει τον χώρο της δουλειάς του, τον κινηματογράφο. Ο Ελληνοαμερικανός Πολ Ζωγραφάκης, ένας χαμαιλεοντικός εικαστικός, που τα τελευταία χρόνια έχει εκφραστεί με ποικιλία μέσων, από την εικονογράφηση έως την efficiency artwork, μας μιλάει για τα αντανακλαστικά αλληλεγγύης που έδειξε η τοπική κοινωνία και τον ευεργετικό ρόλο της τέχνης. Ενας ακόμη Ελληνοαμερικανός, ο φωτογράφος Γιώργος Τριποδάκης, μας μεταφέρει στο «δικό του» Λος Αντζελες, αυτό του Ειρηνικού Ωκεανού, των σέρφερ και των κυμάτων και μιλάει για τη «χαμένη αθωότητα» του καμένου Μαλιμπού.
Συγκινητικό το κλίμα αλληλοβοηθείας
Ανδρέας Λάσκαρης, Διευθυντής φωτογραφίας, 50 ετών
Οταν με ειδοποιήσεις της Πολιτικής Προστασίας μάς ζήτησαν να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας στο Χόλιγουντ Χιλς, είπα στον γιο μου να πάρει ένα σακίδιο και να βάλει μέσα ρούχα για δύο μέρες και ό,τι άλλο θέλει δικό του, και εκείνος με κοίταξε απορημένος. «Και τα πράγματά μας;», με ρώτησε. Του απάντησα πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά «πράγματα» και πως μπορούν να αντικατασταθούν. Ομως, για ένα εννιάχρονο παιδί, αυτά τα πράγματα είναι ο κόσμος του.
Αυτές τις μέρες μιλάς συνέχεια σε κάποιον που ξέρεις που έχει χάσει το σπίτι του ή που δεν μπορεί να γυρίσει σε αυτό επειδή υπάρχει ακόμη κίνδυνος. Μια δασκάλα στο σχολείο του γιου μου έχασε το σπίτι της στην Αλταντίνα, όπου δεν έχουν πόσιμο νερό. Φανταστείτε πως υπήρχαν περιπτώσεις πολιτών που πήγαιναν νερό στους πυροσβέστες – μια τραγική ειρωνεία.
Πολύς κόσμος δεν μπορεί να πάει στη δουλειά του και όλο αυτό θυμίζει κάπως την περίοδο της πανδημίας. Και, όπως στην πανδημία είχαμε το Ζoom, εμείς αυτές τις μέρες είχαμε το «Watch Responsibility», μια εφαρμογή για το κινητό φτιαγμένη από πρώην πυροσβέστες, που σε ειδοποιεί αξιόπιστα και σε πραγματικό χρόνο για όλες τις εστίες κοντά σου, σε ενημερώνει αν είσαι σε ζώνη εκκένωσης κ.ά. Ηταν απίστευτο πόσο βοήθησε πρακτικά και ψυχολογικά τον κόσμο αυτή η εφαρμογή.
Το συγκινητικό κλίμα αλληλοβοηθείας που υπήρχε μεταξύ των πολιτών ήταν το φως μέσα στο σκοτάδι, μια ηλιαχτίδα ελπίδας που έδινε σε όλους δύναμη. Ηταν κάτι που το είχα ξαναζήσει στη Νέα Υόρκη όταν έγινε η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους.
Τον δικό μου επαγγελματικό χώρο, τον κινηματογράφο, σίγουρα η καταστροφή αυτή επηρεάζει με διάφορους τρόπους. Πολλές από τις αγαπημένες τοποθεσίες για κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά γυρίσματα –και κυρίως διαφημιστικά–, όπως το Μαλιμπού και οι λόφοι του, έχουν καεί. Επίσης, υπάρχουν πολλοί που εργάζονται στη βιομηχανία του Χόλιγουντ οι οποίοι έχουν χάσει τα σπίτια τους – στo εύπορο Πασίφικ Πάλισεϊντς οι παραγωγοί και οι ηθοποιοί και στο εργατικό Αλταντίνα οι τεχνικοί, οι καλλιτέχνες κ.ά. Είναι σαν να κάηκε το πάνω και το κάτω μέρος της πυραμίδας.
Κάτι που είδα στην τηλεόραση και μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν οι εναέριες λήψεις πάνω από τις καμένες γειτονιές. Τα σπίτια στο Λος Aντζελες, λόγω κινδύνου σεισμών, χτίζονται από ξύλο και έτσι σε αυτές τις λήψεις έβλεπες ολόκληρες περιοχές όπου το μόνο που είχε μείνει μέσα τους ήταν οι καμινάδες. Hταν μια εικόνα πολεμική, απόκοσμη.
Θα μου μείνει αξέχαστη η στιγμή που όταν γυρίσαμε στο σπίτι μας την επομένη της εκκένωσης κοίταξα μέσα στην τσάντα του μικρού: το μόνο πράγμα που είχε πάρει μαζί του ήταν μερικές πολαρόιντ με τους φίλους του.
Η τέχνη πρέπει να συνεχίσει
Πολ Ζωγραφάκης, Εικαστικός, 49 ετών
Νιώθουμε απίστευτα τυχεροί που η περιοχή όπου ζούμε, το Χόλιγουντ, γλίτωσε από την καταστροφή. Και νιώθουμε βαθιά ευγνώμονες γιατί ακούμε συνεχώς γύρω μας τόσες ιστορίες –όχι περί γνωστών προσωπικοτήτων όπως αυτές που βλέπεις στην τηλεόραση ή το Ιντερνετ– τραγικές και εφιαλτικά αδιέξοδα απλών ανθρώπων. Οπως την ιστορία ενός 80χρονου καλλιτέχνη του οποίου κάηκε το σπίτι όπου ζούσε για δεκαετίες με τη γυναίκα του και τώρα στην ηλικία του αναρωτιέται αν αξίζει καν να προσπαθήσει να το ξαναχτίσει. Ή ενός άλλου ηλικιωμένου ζευγαριού, στην Αλταντίνα, που δούλευε επί χρόνια σε ένα μανάβικο, το οποίο κάηκε μαζί με το σπίτι τους. Ανθρωποι εξήντα ετών που ξαφνικά δεν έχουν ούτε σπίτι ούτε δουλειά… για να μην πούμε για τους τόσους κατοίκους της περιοχής αυτής, μέλη μιας μακραίωνης μαύρης κοινότητας, καλλιτέχνες ή τεχνικοί, που έχασαν τα πάντα και δεν είναι ασφαλιστικά καλυμμένοι.
Οπως λένε πολλοί, πράγματι, οι τελευταίες μέρες έχουν την αίσθηση εκείνων της πανδημίας. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και μια μεγάλη διαφορά: τότε οι άνθρωποι απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλον, ενώ τώρα έρχονται πιο κοντά. Είναι συγκινητική η αλληλεγγύη που έχουν δείξει μεταξύ τους οι πολίτες του Λος Αντζελες. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιουργήθηκαν μέσα σε λίγες ώρες αμέτρητα προφίλ με καμπάνιες οικονομικής και υλικής βοήθειας, που έφεραν αποτέλεσμα.
Το ίδιο κλίμα επικρατεί και στον χώρο της τέχνης: υπάρχει μια μεγάλη βοήθεια προς τους καλλιτέχνες αυτή τη στιγμή –είτε αυτό σημαίνει υλικά είτε χώρους– η οποία έρχεται κατά κύριο λόγο από μικρούς οργανισμούς και ιδιώτες, κάτι που επιβεβαιώνει το κοινό πνεύμα «κοινότητας» των ημερών. Θα ήθελα πολύ όμως και οι LA Dodgers (σ.σ. τοπική ομάδα μπέιζμπολ) να δείξει το ίδιο πνεύμα αλληλεγγύης.
Κάτι που αξίζει να αναφέρουμε είναι και η μεγάλη βοήθεια που έχουν προσφέρει οι πολλοί οίκοι μόδας που βρίσκονται στην περιοχή: στο σχολείο του γιου μου εργοστάσια από γνωστές μάρκες έφεραν αμέτρητες κούτες με ρούχα για τα παιδιά. Φαντάζεστε τη χαρά των συμμαθητών του μικρού, από τους οποίους ογδόντα έχασαν ολοσχερώς τα σπίτια τους.
Υπήρξε τις τελευταίες μέρες μια μεγάλη συζήτηση για το αν πρέπει να πραγματοποιηθεί το Frieze Artwork Truthful στα τέλη Φεβρουαρίου. Τελικά, η απόφαση ήταν θετική. Oλοι συμφώνησαν πως μια τέτοια διεθνής καλλιτεχνική συνάντηση θα επαναφέρει, έστω προσωρινά, μια αίσθηση κανονικότητας στην τοπική κοινωνία και θα αποτελέσει μια ανάσα και διέξοδο από το τραύμα της απώλειας.
Υπάρχει αυτές τις μέρες μια έκθεση που γίνεται σε μια από τις πιο γνωστές γκαλερί της πόλης, το «The Field», με δημιουργίες που διασώθηκαν από το σπίτι ενός καλλιτέχνη το οποίο κάηκε. Η τέχνη πρέπει να συνεχίσει – και θα συνεχίσει.
Σαν να χάθηκε για πάντα η αθωότητα
Γιώργος Τριποδάκης, Φωτογράφος, 33 ετών
Στη γειτονιά μου, το Μπρέντγουντ, οι φωτιές ήταν ορατές από την πρώτη μέρα. Το Πασίφικ Πάλισεϊντς που κάηκε ολοσχερώς είναι δίπλα μας. Το πρώτο βράδυ ξενύχτησα εν αναμονή κάποιας εντολής εκκένωσης. Ο άνεμος έπνεε σε τρομακτικές ταχύτητες και άπλωνε τη φωτιά ακαριαία σε μεγάλες αποστάσεις. Η εικόνα ήταν βιβλική.
Δύο πράγματα πρωταγωνιστούν αυτές τις μέρες: το δράμα που ζουν όλοι όσοι έχασαν τα πάντα και δεν έχουν τρόπο να τα ξαναχτίσουν και η συγκινητική αλληλεγγύη που δείξαμε ο ένας στον άλλον. Εκτός από φωτογράφος, τον τελευταίο καιρό δουλεύω και ως μάνατζερ σε μια αλυσίδα τοπικών εστιατορίων και συνεισφέραμε και εμείς από την πλευρά μας, προσφέροντας στα καταστήματά μας δωρεάν γεύματα σε διασώστες και πυροσβέστες. Αυτό που μου προκάλεσε το μεγαλύτερο σοκ ήταν η εικόνα της καταστροφής που αντίκρισα στην παραλιακή λεωφόρο μεταξύ της Σάντα Μόνικα και του Μαλιμπού, τη λεγόμενη Pacific Coast Freeway, που οι κάτοικοι της περιοχής αποκαλούν «PCH». Βλέποντας αυτά τα εμβληματικά παραθαλάσσια κτίρια να εξαφανίζονται μέσα στις φλόγες, ήταν λες και έβλεπα ένα κομμάτι του Λος Αντζελες να πέθαινε για πάντα. Ανάμεσα στα ιστορικά κτίρια του Μαλιμπού που κάηκαν, ήταν και αυτό του θρυλικού εστιατορίου Moonshadows, που κρεμόταν πάνω από το κύμα από τη δεκαετία του ’60. Η οικογένεια που το «έτρεχε» για 40 χρόνια έκανε την εξής συγκινητική ανακοίνωση: «Μπορεί οι φλόγες να πήραν τους τοίχους μας, αλλά δεν μπορούν να πάρουν τις αναμνήσεις, το γέλιο και την αγάπη που μοιραστήκαμε εδώ».
Οταν πρωτοήρθα εδώ, έξι χρόνια πριν, ερχόμουν στην PCH και φωτογράφιζα όλη μέρα, από την ανατολή έως τη δύση. Διψώντας να πετύχω τη «στιγμή», παρακολουθούσα με τον φακό μου καθημερινά τους σέρφερ είτε μέσα στο νερό είτε με τις σανίδες στα χέρια να διασχίζουν τον δρόμο ξυπόλυτοι, πηγαίνοντας να πιάσουν κύματα μέσα στο ηλιοβασίλεμα. Ηταν η εικόνα της απόλυτης ελευθερίας. Στην PCH μπορούσες να βιώσεις ένα άλλο Λος Αντζελες, που δεν είχε καθόλου να κάνει με το Χόλιγουντ και το γκλάμουρ του. Η ζωή σε αυτή την πλευρά της πόλης ήταν πιο απλή και μινιμαλιστική. Ενα σανίδι, ένα μαγιό και το κύμα –ή απλά μια βόλτα στην άμμο– αρκούσαν για να σου φέρουν τη χαρά. Γι’ αυτό και όταν αντίκρισα το καμένο Μαλιμπού ήταν σαν να χάθηκε για πάντα μια αθωότητα.
Ομως, ποιος ξέρει: ίσως αυτή η ωκεάνια πλευρά της πόλης να ξαναγεννηθεί και να γίνει και καλύτερη. Το μόνο σίγουρο είναι πως τα κύματα θα συνεχίσουν να έρχονται και οι σέρφερ θα συνεχίζουν να τα καβαλούν.